Γκουαρίνι, Γκουαρίνο ντα Βερόνα — (Guarino da Verona Guarini, Βερόνα 1374 – Φεράρα 1460). Ιταλός λόγιος και ελληνιστής.Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της ιταλικής ουμανιστικής παιδαγωγικής. Σπούδασε πρώτα στη Βερόνα και κατόπιν στην Πάντοβα, όπου δέχτηκε την… … Dictionary of Greek
Στέφανο ντα Βερόνα — (Stéfano da Verona). Ιταλός ζωγράφος του 15ου αι. Εξακριβωμένα ενυπόγραφα έργα του είναι Η λατρεία των μάγων (1435), δύο Παναγίες που βρίσκονται στη Ρώμη, στην Πινακοθήκη Κολόνα και στο Μουσείο του ανακτόρου Βενέτσια, καθώς επίσης και μία Παναγία … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Βένετο — I (Veneto ή Venézia Euganea). Ιστορική και διοικητική περιφέρεια (18.365 τ. χλμ., 4.487.560 κάτ. το 2000) της ΒΑ Ιταλίας, στο ΒΑ γεωγραφικό διαμέρισμα της χώρας. Διοικητικά αποτελείται από επτά επαρχίες: Μπελούνο, Πάντοβα, Ροβίγκο, Τρεβίζο,… … Dictionary of Greek
Βερονέζε, Πάολο — (Paolo Veronese, Βερόνα 1528 – Βενετία 1588). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Πάολο Καλιάρι (Paolo Caliari). Ο Β. πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Βερόνα. Δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί αν o πρώτος του δάσκαλος ήταν ο πατέρας του,… … Dictionary of Greek
Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… … Dictionary of Greek
ενθετική — Είδος διακόσμησης με τη χρήση κομματιών ή ελασμάτων από διάφορες ύλες, όπως μέταλλα, ξύλα, μάρμαρα, μάργαρο, ελεφαντόδοντο, ημιπολύτιμοι λίθοι, τα οποία προσαρμόζονται με ποικίλες τεχνικές σε ειδικά προετοιμασμένες κοιλότητες ή εγκοπές μιας… … Dictionary of Greek
Πιζανέλο, Αντόνιο Πιζάνο, ο επονομαζόμενος- — (Pisanello, Πίζα ή Βερόνα 1395 περίπου – Ρώμη 1455;). Ιταλός ζωγράφος. Εργάστηκε σε πολλές πριγκιπικές, αυλές δημιουργώντας νωπογραφίες στα ανάκτορα των δόγηδων της Βενετίας (1422), των δουκών ντ’ Έστε, στον πύργο της Παβία (1424), στη βασιλική… … Dictionary of Greek
ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… … Dictionary of Greek
Αδίγης — (Adige). Ποταμός (360 χλμ.) της βόρειας Ιταλίας. Στα ιταλικά προφέρεται Άντιτζε. Εκβάλλει στην Αδριατική, είναι o δεύτερος σε μήκος ποταμός μετά τον Πάδο και έχει λεκάνη συλλογής υδάτων 12.200 τ. χλμ. Πηγάζει από ύψος 1.571 μ. κοντά στη διάβαση… … Dictionary of Greek